Από monobala.gr

Γράφει: Κώστας Βαϊμάκης
Με τους Ρέιντζερς ο Παναθηναϊκός είχε ένα σωρό χαμένες ευκαιρίες και στα δυο ματς, έβαλε ένα γκολ και δέχτηκε συνολικά τρία, παρότι ήταν καλύτερος τόσο στο Άιμπροξ, όσο και στο ΟΑΚΑ.
Με τη Σαχτάρ, στο ΟΑΚΑ ο Παναθηναϊκός ήταν εκείνος που έφτιαξε τις καλές ευκαιρίες, αλλά γκολ δεν βρήκε. Και στην Κρακοβία, επίσης δεν βρήκε γκολ στις λιγοστές ευκαιρίες που έφτιαξε, τόσο στο διάστημα που έπαιζε 11 εναντίον 11, όσο και στο – αρκετά μεγάλο – κομμάτι που έπαιξε με παίκτη παραπάνω.
Εκεί μάλιστα σημειώθηκε και η καλύτερη ευκαιρία της Σαχτάρ, με το δοκάρι από το μισό μέτρο που θα μπορούσε να είχε αφήσει στον τόπο τους “πράσινους”…
Το πρόβλημα του γκολ, τείνει να εξελιχθεί σε μάστιγα για τον Παναθηναϊκό, όποιες κι αν είναι οι συνθήκες: εντός έδρας, εκτός έδρας, με παίκτη παραπάνω, με παίκτη λιγότερο, με Ιωαννίδη στην κορυφή, με Σφιντέρσκι στην κορυφή, με δυο φορ, με τριάδα στην άμυνα, με όλες τις συνθήκες.
Ένα πρόβλημα που μοιάζει σαν να ήρθε να αντικαταστήσει το περσινό πρόβλημα, εκείνο της έλλειψης δημιουργίας. Στα τέσσερα πρώτα φετινά παιχνίδια ο Παναθηναϊκός δημιουργεί αναλογικά περισσότερες ευκαιρίες σε σχέση με πέρυσι – και μάλιστα κόντρα σε καλές ομάδες όπως είναι οι Ρέιντζερς και η Σαχτάρ – αλλά τη μπάλα στα δίχτυα δεν μπορεί να τη βάλει.
Κι αυτό το ζήτημα προφανώς δεν είναι θέμα προπόνησης, “ασχετοσύνης” των επιθετικών του ή οδηγιών από τον πάγκο που δεν μεταφέρονται σωστά στους παίκτες – είναι ξεκάθαρα ψυχολογικό.
Και η ελπίδα είναι ότι η πρόκριση, έστω και με τον τρόπο που ήρθε, θα αφαιρέσει ένα κομμάτι πίεσης από τους παίκτες και θα τους επιτρέψει να ανασάνουν και να αρχίσουν να βάζουν τα γκολ που αξίζει να βάζουν, με βάση την προσπάθεια που κάνουν.
Ό,τι αμφιβολίες ή ενστάσεις και να είχε κανείς για τον Ρουί Βιτόρια, για τα όσα έκανε ή δεν έκανε την προηγούμενη σεζόν, φαντάζομαι πως όλοι συμφωνούμε πως βλέπουμε στο ξεκίνημα αυτής της χρονιάς έναν προπονητή με συγκεκριμένα πράγματα στο μυαλό του, που προσπαθεί – και καταφέρνει – να προτοιμάζει την ομάδα όσο γίνεται καλύτερα και δεν αφήνει ούτε μισή λεπτομέρεια στην τύχη..
Το έκανε και στα ματς με τους Ρέιντζερς (αλλά γκολ δεν μπορούσε να μπει και να βάλει ο ίδιος), το έκανε και στα δυο ματς με τη Σαχτάρ.
Διαφορετικού τύπου ομάδες, διαφορετική προσέγγιση, άλλου τύπου πλάνο, αλλά πολύ μελέτη και πολύ διάβασμα του αντιπάλου, ώστε ο Παναθηναϊκός να μην πάθει κανένα χουνέρι από τους Ουκρανούς, αντίστοιχο με αυτό που έπαθε η Μπεσίκτας στον προηγούμενο γύρο.
Στα δύο παιχνίδια κόντρα στη Σαχτάρ, ο Βιτόρια επέλεξε να αφήσει τη μπάλα στον αντίπαλο, να χαμηλώσει το τέμπο του αγώνα, να δώσει βοήθειες στα μαρκαρίσματα στις πτέρυγες και να δεχτεί η ομάδα του όσο λιγότερες απειλές γινόταν, κυρίως με μακρινά σουτ και πολύ λιγότερο με “κορδελάκια” μέσα στη δική του περιοχή, απ’ αυτά που μπορούν να “ξεχαρβαλώσουν” κάθε άμυνα.
Το πλάνο του δούλεψε σε πολύ μεγάλο βαθμό, η Σαχτάρ έκανε πολύ λιγότερες τελικές απ’ όσες κάνει συνήθως, βγήκε από το στυλ παιχνιδιού που της αρέσει, χάλασε το μυαλό της και έχασε το “ποδοσφαιρικό της χαμόγελο”, αυτή την αλεγκρία και το βραζιλιάνικο ταμπεραμέντο που την κάνει διαφορετική.
Η πρόκριση, η οποία ήρθε στα πέναλτι, ήταν μια προσωπική δικαίωση για τον Ντραγκόφσκι, που αμφισβητήθηκε πολύ – και όχι άδικα – αλλά και για τον Βιτόρια που τον στήριξε, παρότι του έφεραν έναν πολύ καλό τερματοφύλακα, τον Αλφόνς.
Όταν όμως έχεις αλλάξει κυριολεκτικά ολόκληρη την άμυνά σου σε σχέση με πέρυσι, τουλάχισρτον κρατάς σε τέτοιου είδους ματς τον περσινό τερματοφύλακα, που μπορεί να κατευθύνει καλύτερα τους συμπαίκτες του στις στατικές φάσεις σε σχέση με κάποιον που ήρθε πριν λίγες μέρες και ίσως να μην θυμάται καν τα ονόματα όλων των συμπαικτών του.
Επιπλέον, οι αποκρούσεις του Ντραγκόφσκι, ήταν το “γιατρικό” στις κακές εκτελέσεις του Ζαρουρί και κυρίως του Σιώπη, η επιλογή του οποίου να χτυπήσει ένα τόσο κρίσιμο πέναλτι, μοιάζει ακατανόητη. Τέλος καλό όμως, όλα καλά.
Καταρχάς φέρνει, χωρίς κανένα φοβερό άγχος, δυο παιχνίδια με τη Σαμσουνσπόρ, που μπορούν να δώσουν στον Παναθηναϊκό συμμετοχή στο σαφώς πιο “πρεστιζάτο” Europa, έναντι του Conference, στο οποίο έχει ήδη “πιάσει στασίδι”.
Κατά δεύτερον, φέρνει παίκτες, εκεί όπου έχουν εντοπιστεί κενά και τα κενά αυτά πρέπει να καλυφθούν από παίκτες που θα μπορούν να ανταποκριθούν στις εγχώριες και τις ευρωπαϊκές υποχρεώσεις.
Το “τουλάχιστον Conference” σημαίνει “τουλάχιστον κάποια σημαντικά εκατομμύρια ευρώ”, η πώληση του Μαξίμοβιτς μετά απ’ αυτή του Βαγιαννίδη σημαίνει μια έξτρα ρευστότητα και όλα αυτά επιτρέπουν να γίνουν οι κινήσεις που πρέπει, ακόμα κι αν είναι δαπανηρές.